- σαντάλινος
- -η, -οαυτός που παράγεται από το φυτό σάνταλο: Σαντάλινο έλαιο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σαντάλινος — η, ο / σαντάλινος, ίνη, ον, ΝΑ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φυτό σάνταλο ή αυτός που εξάγεται από σάνταλο («σαντάλινο έλαιο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < σάνταλον + κατάλ. ινος (πρβλ. ξύλ ινος)] … Dictionary of Greek
πτερόκαρπος — (pterocarpus). Δικοτυλήδονο φυτό της οικογένειας των ψυχανθών. Αριθμεί περίπου 45 είδη. Όλα τα είδη ευδοκιμούν στις τροπικές περιοχές. Οι π. είναι δένδρα ή θάμνοι, με φύλλα πτεροσχιδή. Τα άνθη τους είναι κίτρινα και μερικές φορές λευκά. Ο καρπός… … Dictionary of Greek